- μεταίχμιος
- -ο (ΑM μεταίχμιος, -ον, Α αιολ. τ. πεδαίχμιος, -ον)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το μεταίχμιοα) σημείο διαχωρισμού ανάμεσα σε δύο αντίθετες καταστάσεις («στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου»)β) κρίσιμο, επικίνδυνο σημείομσν.το ουδ. ως ουσ. αβεβαιότητααρχ.1. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται μεταξύ δύο στρατών2. αυτός που κρέμεται στο μέσο3. το ουδ. ως ουσ. α) το διάστημα ανάμεσα σε δύο εχθρικά στρατεύματαβ) αόριστο και διαφιλονικούμενο σύνορο, αμφισβητούμενη μεθόρια περιοχήγ) το ενδιάμεσο διάστημα, το μέσοδ) το χρονικό διάστημα που μεσολαβείε) καθετί που βρίσκεται στο μέσο ή μεταξύ άλλων4. (το ουδ. ως επίρρ.) μεταξύ («ζωῆς καὶ θανάτοιο μεταίχμιον», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + -αίχμιος (< αἰχμή). Για τον τ. πεδαίχμιος βλ. λ. μετά].
Dictionary of Greek. 2013.